- σπηλαιόβιος
- -α, -ο, Ν1. (για άνθρωπο) αυτός που κατοικεί μέσα σε σπήλαια, τρωγλοδύτης2. (για ζώο) αυτός που ζει μέσα σε σπήλαια, τρωγλόβιος3. φρ. «σπηλαιόβια πανίδα»βιολ. το σύνολο τών ζωικών οργανισμών που ζουν στα σπήλαια.[ΕΤΥΜΟΛ. < σπήλαιο + -βιος (< βίος), πρβλ. υδρό-βιος].
Dictionary of Greek. 2013.